Η επίσκεψη του προέδρου Ερντογάν στην Αθήνα και οι συνομιλίες με τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη σφράγισαν το θετικό κλίμα της περιόδου και όλα δείχνουν ότι επί του παρόντος μπορούμε να μιλάμε για μια νέα σελίδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Προφανώς τα συμφέροντα της Τουρκίας αυτή την εποχή καθώς και οι επιθυμίες του αμερικανικού παράγοντα επέδρασαν για να διαμορφωθεί ένα καλό κλίμα.
Ωστόσο, οι τουρκικές θέσεις είναι σταθερές και συνιστούν απειλή για την Ελλάδα. Ο Τούρκος πρόεδρος δημοσίως εμφανίστηκε ήπιος και είναι χαρακτηριστικό ότι διάβασε τις δηλώσεις του και δεν ξέφυγε ούτε λέξη από το κείμενο. Όταν δε ο Έλληνας πρωθυπουργός απάντησε στην αναφορά του για “τουρκική μειονότητα” ο Ερντογάν δεν ανταπάντησε κάνοντας μια σαφώς διπλωματική κίνηση. Οψόμεθα.
Οι δηλώσεις Μητσοτάκη
Αξιότιμε κ. Πρόεδρε της Τουρκικής Δημοκρατίας, αγαπητέ Tayyip, αγαπητοί Υπουργοί,
Σας καλωσορίζω στην Αθήνα και σήμερα πράγματι είναι μία μέρα ξεχωριστή, καθώς ύστερα από επτά χρόνια συνέρχεται το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας και Τουρκίας. Ένα γεγονός το οποίο πιστεύω ότι από μόνο του σηματοδοτεί την πρόθεση των δύο μας χωρών να αναζητήσουν νέους δημιουργικούς δρόμους στις μεταξύ τους σχέσεις.
Είναι αλήθεια ότι το διάστημα το οποίο μεσολάβησε αντιμετωπίσαμε πρωτόγνωρες προκλήσεις, προκλήσεις που δεν γνωρίζουν σύνορα. Μια τριετή πανδημία, έναν πόλεμο στην καρδιά της Ευρώπης ο οποίος προκάλεσε ενεργειακή, πληθωριστική και επισιτιστική κρίση, αλλά και μεγάλες φυσικές καταστροφές από την κλιματική κρίση, που τις βιώσαμε και οι δύο χώρες. Ταυτόχρονα όμως, βιώσαμε και βιώνουμε και περιφερειακές συγκρούσεις, που εγείρουν σοβαρή ανησυχία, πολύ περισσότερο όταν εξελίσσονται στην ευρύτερη περιοχή μας.
Αλλά και οι διμερείς μας σχέσεις γνώρισαν διακυμάνσεις, που κάποιες στιγμές τις απείλησαν επικίνδυνα και μαζί τους την ασφάλεια και την ειρήνη στην Ανατολική Μεσόγειο. Γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι τους τελευταίους μήνες οι δύο χώρες βαδίζουν σε ένα πιο ήρεμο μονοπάτι.
Ελλάδα και Τουρκία, Τουρκία και Ελλάδα, οφείλουν να ζουν ειρηνικά, να διατυπώνουν τις διαφορές τους, που είναι γνωστές, να τις συζητούν με ειλικρίνεια και να αναζητούν συνέχεια λύσεις. Κι αν αυτές δεν γεφυρώνονται, πάντως να μην παράγουν αυτόματα εντάσεις και κρίσεις.
Σε αυτή την κατεύθυνση, κ. Πρόεδρε, τον περασμένο Ιούλιο στο Βίλνιους, συμφωνήσαμε να πιάσουμε και πάλι το νήμα των επαφών μας, με στόχο να αναζητήσουμε τρόπους συνεργασίας. Και αναθέσαμε στους δύο Υπουργούς Εξωτερικών να καθοδηγήσουν τη συγκεκριμένη διαδικασία.
Ο οδικός χάρτης τον οποίον υιοθετήσαμε συμπεριελάμβανε τρία επίπεδα: τον πολιτικό διάλογο, τη θετική ατζέντα και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Και, στη συνέχεια, οι συνομιλίες των δύο αντιπροσωπειών έγιναν, πρέπει να πω, σε ένα πολύ παραγωγικό κλίμα.
Εμείς οι ίδιοι, αγαπητέ μου Πρόεδρε, βρισκόμαστε για τρίτη φορά μέσα στους τελευταίους έξι μήνες. Στις δύο πρώτες συναντήσεις οργανώσαμε τα επόμενα βήματα και αξιολογήσαμε την πρόοδο όσων συμφωνήσαμε. Και σήμερα, στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, κάνουμε μία ακόμα αποτίμηση αυτών των κοινών προσπαθειών μας.
Προσπάθειες που οδήγησαν σε νέες ή αναβαθμισμένες παλαιότερες συμφωνίες σε πολλά επίπεδα: στην ηλεκτρική ενέργεια, στο εμπόριο, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, στην εκπαίδευση, στον αθλητισμό, στην τεχνολογία, στον τουρισμό, στη σύσφιξη των οικονομικών μας σχέσεων. Το διμερές μας εμπόριο αυτή τη στιγμή έχει ξεπεράσει τα 5 δισεκατομμύρια ευρώ, είναι ρεαλιστικός στόχος μέσα σε μια πενταετία να φτάσει τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ.
Συμφωνήσαμε επίσης την προώθηση της συναντίληψης και ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών στον αγροτικό τομέα, στην έρευνα, την καινοτομία. Προάγουν τη συνεργασία νέων επιστημόνων και ενισχύουν το εξαγωγικό και το επενδυτικό περιβάλλον και στις δύο μας χώρες.
Στο μεταναστευτικό, διαπιστώσαμε την σημαντική μείωση των ροών το τελευταίο διάστημα, ως αποτέλεσμα της συστηματικής φύλαξης των χερσαίων και των θαλασσίων συνόρων μας, θα πρόσθετα ωστόσο και λόγω της πολύ καλύτερης συνεργασίας της Αστυνομίας, του Λιμενικού και της Ακτοφυλακής και των δύο χωρών. Αυτή η συνεργασία μπορεί να βελτιωθεί και πρέπει να βελτιωθεί ακόμα περισσότερο.
Αναφορικά με τη σταθερή υποστήριξη της Ελλάδας για την ευρωπαϊκή ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, η χώρα μας στηρίζει τη διευκόλυνση χορήγησης θεωρήσεων, στο πλαίσιο πάντα του ευρωπαϊκού κεκτημένου, ώστε να μπορεί η νέα γενιά της Τουρκίας, οι επιστήμονες, οι επιχειρηματίες, οι φοιτητές να αναπτύξουν στενότερες σχέσεις με την Ευρώπη.
Επιπλέον, η Ελλάδα ζήτησε και εξασφάλισε την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ώστε να ενεργοποιηθεί η δυνατότητα Τούρκων πολιτών και των οικογενειών τους να επισκέπτονται όλο τον χρόνο, για επτά μέρες, δέκα νησιά μας, που είτε διαθέτουν προσφυγικές δομές είτε έχουν άμεσες πορθμειακές συνδέσεις με την Τουρκία.
Είναι μία πρωτοβουλία με ισχυρό μήνυμα, που δηλώνει και μια μεγάλη αλήθεια: ότι τα ελληνικά νησιά αποτελούν γέφυρα επικοινωνίας και φιλίας μεταξύ των δύο λαών.
Όπως επίσης γέφυρες συνεργασίας και φιλίας αποτελούν και οι μειονότητες των δύο χωρών, γιατί η ισονομία και η ευημερία που εξασφαλίζει κάθε κράτος στις μειονότητές του βοηθά στην αμοιβαία κατανόηση και στον αλληλοσεβασμό.
Με τον Πρόεδρο Erdoğan εξετάσαμε και όλες τις εξελίξεις στην περιοχή αλλά και στον κόσμο. Εξελίξεις που μας προβληματίζουν, στη Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία, στον Καύκασο.
Πάντα οφείλουμε, όπως είπα, να συγκλίνουμε στην ανάγκη τήρησης της διεθνούς νομιμότητας. Στην καταδίκη, δηλαδή, κάθε μορφής επιθετικότητας, εξτρεμισμού και τρομοκρατίας, ανεξάρτητα από τη μορφή με την οποία αυτή εκδηλώνεται, στον απόλυτο σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών και στην προστασία των αξιών του ανθρωπισμού, με ειδική έμφαση στην προστασία των αμάχων.
Όπως επίσης διαφωνούμε και στο Κυπριακό. Για εμάς, το λέω καθαρά, δεν υπάρχει άλλη λύση πέραν των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Θα πρέπει να επανεκκινήσει ο διάλογος από εκεί που διακόπηκε το 2017. Μόνο μέσα από αυτόν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος.
Κύριε Πρόεδρε, αγαπητέ Tayyip, τον Οκτώβριο του 1930 υπογράφηκε στην ‘Αγκυρα το Σύμφωνο Φιλίας, Ουδετερότητας, Διαλλαγής και Διαιτησίας μεταξύ των χωρών μας.
Τότε ο İsmet İnönü είχε δηλώσει πως «καμία διαφορά δεν μπορεί πια να χωρίσει τα δύο έθνη μέσα από την προσέγγιση να διαδραματίσουν ένα σπουδαίο ρόλο». Ενώ, από την πλευρά του, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Πρωθυπουργός της Ελλάδος είχε αναφέρει: «ερχόμεθα να τείνομεν ειλικρινώς το χέρι και να δηλώσομεν ότι ο μακραίων ανταγωνισμός ετερματίσθη οριστικώς».
Δυστυχώς γεγονότα και ιστορικά πάθη εμπόδισαν τη θέληση των δύο ηγετών από το να γίνει αυτό πραγματικότητα. Η παρακαταθήκη τους, όμως, παραμένει ενεργή και σήμερα. Παραμένει, θα έλεγα, πιο επίκαιρη παρά ποτέ λόγω των κοινών προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε, ώστε σήμερα, 100 χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, συνάπτεται Διακήρυξη περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας.
Είναι μία Διακήρυξη που είχε οραματιστεί ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης όταν παρέλαβε το 1997 το μεγάλο Βραβείο Ειρήνης και Φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί ως μέσο καλόπιστου διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου.
H Διακήρυξη που υπογράψαμε πριν από λίγο, σεβόμενοι απόλυτα τα δικαιώματα που απορρέουν από την κυριαρχία κάθε χώρας, επιβεβαιώνει τη σχέση φιλίας μεταξύ μας, καθορίζει τις αρχές και τα ορόσημα του διαλόγου μας και αναδεικνύει τις δυνατότητες συνεργασίας μας, τόσο σε περιφερειακό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Και με βάση αυτές τις παραδοχές θα προχωρήσουμε σταδιακά και στα επόμενα βήματα. Με συναντήσεις των δύο αντιπροσωπειών θα διευρύνουμε τη θετική μας ατζέντα, θα εντείνουμε την οικονομική μας συνεργασία, θα επεκτείνουμε τα Μέτρα Οικοδόμησης της Εμπιστοσύνης.
Και η επόμενη φάση του πολιτικού διαλόγου, όταν οι συνθήκες ωριμάσουν, μπορεί να είναι η προσέγγιση για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, που σύμφωνα με την Ελλάδα συνιστά τη μόνη διαφορά που θα μπορούσε να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας, με πυξίδα πάντοτε το Διεθνές Δίκαιο και ειδικά το Δίκαιο της Θάλασσας, που αποτελεί τον πιο ασφαλή πλοηγό στη διευθέτηση των διεθνών διαφορών.
Και βέβαια, συμφωνήσαμε να συνεχίσουμε και εμείς τις επαφές μας. Προτίθεμαι, κ. Πρόεδρε, να επισκεφτώ μέσα στην άνοιξη και την ‘Αγκυρα, πριν σας συναντήσω τον επόμενο Ιούλιο στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον.
Κλείνω με τη σκέψη ότι η γεωγραφία και η ιστορία μάς έταξαν να ζούμε στην ίδια γειτονιά. Οι συγκυρίες έφεραν συχνά τον έναν απέναντι στον άλλον και γνωρίζω ότι υπάρχουν φωνές -είμαι σίγουρος και στην Ελλάδα και στην Τουρκία- που δεν συμφωνούν με αυτή την προσέγγιση.
Όμως αισθάνομαι χρέος, ιστορικό χρέος, να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία να φέρουμε τα δύο κράτη δίπλα-δίπλα, όπως άλλωστε είναι και τα σύνορά μας.
Μέχρι τώρα πετύχαμε οι σχέσεις μας να επανέλθουν σε ήρεμα νερά. Σήμερα, στο όνομα των επόμενων γενεών, οφείλουμε και οι δύο να χτίσουμε ένα αύριο όπου σε αυτά τα ήρεμα νερά θα φυσήξει και ένας ούριος άνεμος. Ένα αύριο ειρήνης, προόδου και συνεργασίας. Δείχνοντας ευθύνη και ρεαλισμό, θέλω σήμερα να κοιτάξω στο μέλλον. Και πάλι, καλώς ορίσατε στην Αθήνα.
Τι είπε ο πρόεδρος Ερντογάν
Τη βούληση της Τουρκίας να αναπτυχθεί περαιτέρω η θετική ώθηση που υπάρχει μεταξύ των ελληνοτουρκικών σχέσεων της Τουρκίας, εξέφρασε ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε δηλώσεις του μετά τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, στο Μέγαρο Μαξίμου. Υπογράμμισε πως ένδειξη αυτής της πρόθεσης αποτελεί η πραγματοποίηση ύστερα από επτά χρόνια της 5ης συνεδρίασης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας. Αποτυπώνοντας περαιτέρω το κλίμα των επαφών, ο Τούρκος πρόεδρος ανέφερε πως με τη Διακήρυξη της Αθήνας περί σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας επιβεβαιώθηκε η βούληση για ανάπτυξη των διμερών σχέσεων. Μάλιστα, πρότεινε οι δύο χώρες να πραγματοποιούν τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο μία φορά τη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, προσθέτοντας ότι αυτό θα ήταν καλό και για τις δύο χώρες.
«Είμαστε δύο χώρες που μοιραζόμαστε την ίδια θάλασσα, την ίδια γεωγραφία, το ίδιο κλίμα και μάλιστα τον ίδιο πολιτισμό σε πολλούς τομείς» σημείωσε και συμπλήρωσε πως είναι αρκετά φυσικό να υπάρχουν προβλήματα σε δύο χώρες, πόσο μάλλον σε αδέρφια. Το θέμα, υπογράμμισε ο Ταγίπ Ερντογάν, είναι η βούληση για την επίλυση των προβλημάτων και των διαφορών απόψεων. Υπό αυτό το πρίσμα, διαμήνυσε πως «θέλουμε να μετατρέψουμε το Αιγαίο σε μια θάλασσα ειρήνης και συνεργασίας» και σημείωσε: «Επιθυμούμε να γίνουμε παράδειγμα σε όλο τον κόσμο με τα κοινά βήματα που θα κάνουμε ως Τουρκία και Ελλάδα. Το λέω ανοικτά, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα μεταξύ μας τόσο μεγάλο το οποίο να μην μπορεί να επιλυθεί, αρκεί να κινηθούμε με καλή πίστη και να επικεντρωθούμε στη μεγάλη εικόνα και να μην γίνουμε σαν κι αυτούς που περνούν τη θάλασσα αλλά πνίγονται στο ποτάμι». Επιπροσθέτως, δήλωσε ικανοποιημένος που, όπως είπε, «έχει την ίδια αντίληψη και ο κ. Μητσοτάκης».
Ξεκινώντας τις δηλώσεις του δήλωσε πως αισθάνεται μεγάλη ικανοποίηση που βρίσκεται ξανά στην Αθήνα για τη συνεδρία του 5ου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας.
Αναφερθείς στις συναντήσεις με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, είπε πως ήταν ωφέλιμες.
Σε ό,τι αφορά στη συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη ανέφερε πως συζήτησαν τα βήματα τα οποία μπορούν να γίνουν για την ανάπτυξη της διμερούς συνεργασίας.
Στο πλαίσιο της συνέχισης του υψηλού επιπέδου επαφών, ο Ταγίπ Ερντογάν είπε πως τόνισαν να κρατηθούν ανοικτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας και υπογράμμισαν ότι ο μηχανισμός του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας συμβάλει θετικά στο να προχωρούν οι σχέσεις στο πλαίσιο της Θετικής Ατζέντας.
Περαιτέρω, στις συζητήσεις που είχε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο Ταγίπ Ερντογάν είπε πως αντάλλαξαν απόψεις για το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και πρόσθεσε ότι ζήτησαν από τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών «να τα συζητήσουν με αποφασιστικό τρόπο». Σε αυτό το πλαίσιο, διατύπωσε πως ειλικρινή τους ευχή να επιλύσουν τα υφιστάμενα προβλήματα με κοινές προσπάθειες, στο πλαίσιο του εποικοδομητικού διαλόγου καλής γειτονίας και διεθνούς δικαίου.
Ειδική έμφαση έδωσε ο Τούρκος πρόεδρος στις οικονομικές σχέσεις. «Συμφωνήσαμε να ανεβάσουμε στα 10 δισ. δολάρια το διμερές εμπόριο, που σήμερα είναι στα 5 δισ. δολάρια» είπε.
Στη συνέχεια ανέφερε πως κατά τη συνάντηση με τον κ. Μητσοτάκη τονίστηκε η σημασία έργων μεταφορών, όπως η κατασκευή δεύτερης γέφυρας στο σταθμό Υψάλα – Κήπων.
Επιπλέον, διατύπωσε τη βούληση της Τουρκίας για ανάπτυξη των σχέσεων με την Ελλάδα και στον τουριστικό και στον πολιτιστικό τομέα.
Ακόμη, ανέφερε πως συζήτησαν πώς μπορούν να εξελίξουν τη συνεργασία στο πεδίο καταπολέμησης της τρομοκρατίας. «Διατύπωσα για ακόμη μία φορά την προσδοκία μας στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και χαιρετίσαμε το κλείσιμο του καταυλισμού του Λαυρίου. Υπογράμμισα πως απαιτείται προσοχή προκειμένου να μην σχηματιστούν παρόμοιοι καταυλισμοί που θα δίνουν καταφύγιο σε τρομοκράτες στην Ελλάδα» υποστήριξε.
Εν συνεχεία αναφέρθηκε στις μειονότητες, αποκαλώντας τη μουσουλμανική μειονότητα στην Ελλάδα «τουρκική». «Η αύξηση της ηρεμίας και της γαλήνης των μειονοτήτων θα επηρεάσει θετικά τις σχέσεις» σημείωσε. Μάλιστα, είπε ότι διατύπωσε τις προσδοκίες της Τουρκίας για «τη βελτίωση που απαιτείται από το διεθνές δίκαιο όσον αφορά την κατάσταση της τουρκικής (σ.σ. μουσουλμανικής) μειονότητας Δυτικής Θράκης». Άμεση ήταν η παρέμβαση του πρωθυπουργού μετά το πέρας της ομιλίας του Τούρκου προέδρου, ξεκαθαρίζοντας ότι ο προσδιορισμός της ιδιότητας της μειονότητας ως μουσουλμανικής καθορίζεται από την ίδια τη Συνθήκη της Λωζάνης. «Χρέος δικό μας είναι αυτό το κλίμα της αρμονικής συνύπαρξης, είναι χρέος της ελληνικής έννομης τάξης, να το διασφαλίσουμε και να το ενισχύσουμε.Και θέλω να σας διαβεβαιώσω, και να διαβεβαιώσω βέβαια όλους τους μουσουλμάνους συμπολίτες μας, ότι προς αυτή την κατεύθυνση η Ελληνική Κυβέρνηση θα εξακολουθεί να δουλεύει νυχθημερόν» ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης.
Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, ο Τούρκος πρόεδρος έκανε λόγο για την ανάγκη μιας δίκαιης, μόνιμης και βιώσιμης λύσης με βάση τις πραγματικότητες στο νησί που θα είναι προς όφελος ολόκληρης της περιοχής.
Πέρα από τις διμερείς σχέσεις οι δύο ηγέτες συζήτησαν περιφερειακά και διεθνή ζητήματα.
Αναφερθείς στη Γάζα, ο Τούρκος πρόεδρος τόνισε πως η Τουρκία δεν εγκρίνει σε καμία περίπτωση να στοχοποιούνται άμαχοι και απευθυνόμενος στη διεθνή κοινότητα είπε πως δεν θα πρέπει να σιωπά απέναντι «στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και στα εγκλήματα πολέμου που διαπράττονται». Υπογράμμισε πως «η ίδρυση ενός ανεξάρτητου, κυρίαρχου, με εδαφική ακεραιότητα Παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967 είναι πλέον αναπόφευκτη» πρόσθεσε και επανέλαβε πως η Τουρκία είναι έτοιμη να αναλάβει την ευθύνη ως εγγυήτρια προς την εφαρμογή μιας δίκαιης ειρήνης.
Τέλος, ο Ταγίπ Ερντογάν, απευθυνόμενος στον Κυριάκο Μητσοτάκη, είπε πως τον περιμένει στην Άγκυρα για να τον φιλοξενήσει για την επόμενη συνάντηση.
Μετά την τοποθέτηση του Προέδρου της Τουρκίας Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε:
Αφού εκφράσω για ακόμα μια φορά την ικανοποίησή μου για την υπογραφή αυτού του σημαντικού Συμφώνου Φιλίας και Συνεργασίας, επιτρέψτε μου ένα σχόλιο μόνο για τα ζητήματα των μειονοτήτων.
Ξέρετε, για εμάς και για εμένα προσωπικά, η Θράκη αποτελεί ένα παράδειγμα αρμονικής συνύπαρξης χριστιανών και μουσουλμάνων και οι μουσουλμάνοι συμπολίτες μας έχουν -και αγωνιζόμαστε πάντα να διασφαλίζουμε στην πράξη- ίσες ευκαιρίες. Σε αυτή την κατεύθυνση αγωνιζόμαστε.
Ο προσδιορισμός της ιδιότητας της μειονότητας ως μουσουλμανικής καθορίζεται από την ίδια τη Συνθήκη της Λωζάνης. Χρέος δικό μας είναι αυτό το κλίμα της αρμονικής συνύπαρξης, είναι χρέος της ελληνικής έννομης τάξης, να το διασφαλίσουμε και να το ενισχύσουμε.
Και θέλω να σας διαβεβαιώσω, και να διαβεβαιώσω βέβαια όλους τους μουσουλμάνους συμπολίτες μας, ότι προς αυτή την κατεύθυνση η Ελληνική Κυβέρνηση θα εξακολουθεί να δουλεύει νυχθημερόν».
Ο Τούρκος πρόεδρος απέφυγε να ανταπαντήσει και επέλεξε να χειροκροτήσει τον κ. Μητσοτάκη κλείνοντας έτσι σε θερμό κλίμα τις δηλώσεις των δύο ηγετών.