Μετά από πρωτοβουλία των κινηματογραφικών διανομέων και με την υποστήριξη των αιθουσαρχών σε όλη την Ελλάδα, σήμερα η είσοδος στους κινηματογράφους θα κοστίζει μόνο 2 ευρώ, γιορτάζοντας την Ημέρα του Σινεμά.
Έτσι, το κοινό θα μπορεί με ένα σχεδόν συμβολικό αντίτιμο να διαλέξει ανάμεσα στις οχτώ νέες ταινίες, που κάνουν απόψε πρεμιέρα. Από αυτές, όπως αναφέρει ρεπορτάζ του ΑΠΕ, ξεχωρίζουν τρεις ταινίες που βασίζονται σε πραγματικές ιστορίες, το αυστραλιανό αστυνομικό θρίλερ «Ο Άγνωστος», η περιπέτεια «Ληστής με Στυλ», στην οποία εμφανίζεται και ο Μελ Γκίμπσον, καθώς και το πολιτικό θρίλερ από την Παλαιστίνη «Παγίδα».
Ο Άγνωστος (The Stranger). Αστυνομικό θρίλερ, αυστραλιανής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Τόμας Μ. Ράιτ, με τους Τζόελ Έτζερτον, Σον Χάρις, Τζάντα Άλμπερτς, Μάθιου Σάντερλαντ, Στιβ Μουζάκις, Γιούεν Λέσλι κ.ά.
Ενδιαφέρον βλοσυρό αστυνομικό θρίλερ από την Αυστραλία, αλλά περισσότερο ένα απαισιόδοξο αργόσυρτο ψυχολογικό δράμα, στο οποίο αναδεικνύονται η μοναξιά, η ψευδαίσθηση της πραγματικότητας, η πάλη μεταξύ καλού και κακού.
Σε αυτή τη δεύτερη ταινία του, ο ηθοποιός Τόμας Μ. Ράιτ βασίζεται σε μία περίεργη πραγματική ιστορία και στο βιβλίο «The Sting: The Undercover Operation That Caught Daniel Morcombe’s Killer» της Κέιτ Κυριακού, η οποία σημειωτέων, πριν γράψει το συγκεκριμένο βιβλίο, είχε δεχθεί επικίνδυνη σεξουαλική παρενόχληση, μέρα μεσημέρι, από έναν άγνωστο στο μετρό της Αδελαΐδας και ουδείς σηκώθηκε να τη βοηθήσει ή να πει μια κουβέντα…
Το στόρι τής ταινίας θέλει έναν μεσόκοπο αποστεωμένο, λιγομίλητο, παραιτημένο άντρα να συναντά έναν άγνωστο νεώτερο συμπαθή κακοποιό, που του προτείνει τη φιλία του, αλλά και να τον βάλει στη «δουλειά», κάτι σαν κλητήρες μιας αινιγματικής εγκληματικής οργάνωσης. Η συνεργασία τους, θα τους φέρει κοντά, θα ανταλλάσσουν κουβέντες, θα προσπαθήσουν να γνωρίσουν ο ένας τον άλλο. Ταυτόχρονα, εξελίσσεται μια πολυετής πανεθνική αστυνομική έρευνα για έναν άνδρα που απήγαγε και σκότωσε ένα 12χρονο αγόρι, η οποία βρίσκεται στην κορύφωσή της.
Το φιλμ ξεκινά μάλλον άστοχα, καθώς οι μισοκουβέντες, τα χάσματα, οι θολές εικόνες της αχανής χώρας, δεν προμηνύουν τη σοβαρότητα του θέματος, προκαλώντας τον θεατή, που πρέπει να δείξει αρκετή υπομονή μέχρι να αποκαλυφθεί ότι ο μικροκακοποιός είναι ένας μυστικός αστυνομικός, βασικό μέλος ενός μεγάλου σχεδίου των Αρχών για να φτάσουν κοντά στην ανακάλυψη της αλήθειας, δηλαδή την εξαφάνιση ενός μικρού παιδιού. Μιας πολυετούς έρευνας που κρέμεται από μία κλωστή και κινδυνεύει να χάσει τον βασικό ύποπτο από τα χέρια της.
Ωστόσο, η συνέχεια ταρακουνάει τον θεατή, το φιλμ ανεβάζει στροφές, το σασπένς, για την ακρίβεια το αίσθημα της ανησυχίας, παίρνει τη θέση που του αξίζει, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζεται το ξεψάχνισμα ενός μυστηριώδους ανθρώπου, που δείχνει εντελώς άκακος, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται η συναισθηματική φόρτιση του μυστικού αστυνομικού, που μεγαλώνει μόνος του τη μικρή του κόρη.
Τα όρια μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγματικότητας δεν είναι ορατά, οι μακρές σιωπηλές εξωτερικές σεκάνς εναλλάσσονται με σύντομες εκρήξεις, μικρά κοντινά πλάνα, δημιουργώντας μία ατμόσφαιρα αποπνιχτική. Ενδιαφέρον έχει και η στάση της Αστυνομίας και ορισμένων στελεχών της, που, εκτός από τον επαγγελματισμό, επιδεικνύουν και υψηλό αίσθημα ευθύνης. Οι αστυνομικοί έχουν βάλει στόχο πάση θυσία να βρουν τον ένοχο του αποτρόπαιου εγκλήματος και κυρίως να «δέσουν» την υπόθεση ανακαλύπτοντας το πτώμα του παιδιού, καθώς στην Αυστραλία χωρίς το σώμα, δεν υπάρχει έγκλημα.
Εκτός από τους εξαιρετικούς πρωταγωνιστές, τον Τζόελ Έτζερτον, στον ρόλο του αστυνομικού και τον Σον Χάρις, στο ρόλο του υπόπτου, ειδική μνεία αξίζει και η ατμοσφαιρική μουσική του Όλιβερ Κόουτς, αλλά και η φωτογραφία του Σαμ Τσίπλιν, που αναδεικνύει το δυστοπικό του θέματος, το ζοφερό κλίμα μιας αλλοπρόσαλλης εποχής.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Δύο άνδρες γνωρίζονται τυχαία και ξεκινούν μια συζήτηση που καταλήγει σε φιλία. Για τον Χένρι Τιγκ, η φιλία αυτή είναι όνειρο που γίνεται πραγματικότητα. Ο καινούργιος του φίλος, ο Μαρκ, γίνεται σωτήρας και σύμμαχός του. Ωστόσο, κανένας δεν είναι πραγματικά αυτός που δείχνει, και οι δυο τους κουβαλάνε μυστικά που απειλούν να τους καταστρέψουν… κι ενώ μια από τις μεγαλύτερες αστυνομικές επιχειρήσεις του έθνους πλησιάζει.
Ληστής με Στυλ (Bandit). Περιπέτεια, καναδικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Άλαν Ούνγκαρ, με τους Τζος Ντουαμέλ, Μελ Γκίμπσον, Ελίσα Κάθμπερτ, Νέστορ Καρμπονέλ, Κιθ Άρθουρ Μπόλντεν κ.ά.
Καλογυρισμένη χορταστική περιπέτεια, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα και στη ζωή του περιβόητου κακοποιού, γνωστού και ως «Ιπτάμενου Κλέφτη» που κατάφερε να ληστέψει δεκάδες τράπεζες και κοσμηματοπωλεία στον Καναδά, αφού είχε δραπετεύσει από φυλακή των ΗΠΑ.
Η ταινία του Καναδού Άλαν Ούνγκαρ, που δείχνει ότι μπορεί να χειριστεί καταλλήλως το συγκεκριμένο είδος, παρότι ορισμένες φορές πέφτει θύμα μιας συμβατικής προσέγγισης, και επιλέγει την ευκολία να επικεντρώσει το θέμα του στο διασκεδαστικό κομμάτι της ζωής ενός αντιήρωα, ενός προσώπου που ρεζίλεψε τις διωκτικές αρχές. Επιπλέον, κάποιες φορές πλατειάζει ή συμπυκνώνει γεγονότα και νοήματα ή βρίσκει εύκολες λύσεις για να δέσει την ιστορία του, χωρίς όμως να υπερβάλει ή να φτάνει στα όρια του κλισεδιάρικου. Πάντως, η ατάκα της ταινίας «κανείς δεν γεννιέται κακός, χρειάζεται εξάσκηση», μάλλον μένει ξεκρέμαστη, καθώς η ταινία αποφεύγει να έρθει σε αντιπαράθεση με την απέναντι «νόμιμη πλευρά της κοινωνίας».
Ωστόσο, ο ρυθμός, η πλοκή, οι δυνατές και ρεαλιστικές σκηνές, το χιούμορ, η γοητεία του περιβόητου κακοποιού, αλλά και του μαφιόζου, ρόλο που κρατά, ο έμπειρος στο είδος, Μελ Γκίμπσον, που αρέσκεται να ερμηνεύει χαρακτήρες απέναντι στο σύστημα, θα ικανοποιήσουν και θα διασκεδάσουν τον θεατή, αρκεί να αφήσει έξω από το σινεμά, απαιτήσεις για κάτι παραπάνω, μια στοχαστική ματιά για την εποχή (δεκαετία του ’80) και τον κόσμο του εγκλήματος.
Όσον αφορά τον πρωταγωνιστή Τζος Ντουαμέλ, μερικές φορές ξεφεύγει με κάποιες υπερβολές, δείχνοντας ότι παραμένει ένα ακατέργαστο διαμάντι, κάτι που, όμως, δεν είναι απαραίτητα κακό.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… H ζωή του «Ιπτάμενου κλέφτη» του θρυλικού εγκληματία ο οποίος κατάφερε να ληστέψει πάνω από 59 τράπεζες και κοσμηματοπωλεία μέχρι που συνελήφθη χωρίς όμως αυτό το γεγονός να καταφέρει να τον σταματήσει.
Φρανς (France). Δραματική ταινία, γαλλικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Μπρούνο Ντιμόν, με τους Λέα Σεϊντού, Μπλανς Γκαρντάν, Μπεντζαμάν Μπιολέ.
Η πολυετής βαθιά κρίση στη Γαλλία αποτυπώνεται μέσα από την προσωπική ιστορία μίας δημοφιλούς τηλεπαρουσιάστριας, σε τούτη δω την άνιση, αν μη τι άλλο, δραματική σάτιρα του Μπρούνο Ντιμόν. Ο έμπειρος αν και όχι πάντα αποτελεσματικός Γάλλος σκηνοθέτης, έχοντας ως βασικό θέμα του τη ζωή μίας διάσημης τηλεπερσόνας και τον κόσμο των γαλλικών μέσων ενημέρωσης, θέλει να μιλήσει στα περιθώρια του σεναρίου, για την κρίση στη Γαλλία, που δείχνει να ασφυκτιά και ανήμπορη να ξαναβρεί τον βηματισμό της. Παράλληλα, η ταινία ασκεί κριτική και σε αυτούς που διαμορφώνουν την ατζέντα, επιβάλλουν την άποψή τους στην κοινή γνώμη, με εύκολους εντυπωσιασμούς, στημένα ρεπορτάζ, σκηνοθετημένες ειδήσεις, χρησιμοποιώντας όλα τα εργαλεία ενός συστήματος εξουσίας, που βρίσκεται πάνω από τη δημοκρατία, τη λαϊκή βούληση, την πολιτική, αλλά πολλές φορές σε αγαστή συνεργασία με τους πολιτικούς
Η διάσημη Γαλλίδα τηλεπαρουσιάστρια, Φρανς, από κυνηγός της «είδησης» και κυρίως της μεγάλης τηλεθέασης, θα βρεθεί σε μια μέρα αυτή στη θέση του θηράματος των αρπακτικών της δημοσιογραφίας, του διαδεδομένου πλέον κιτρινισμού και αναθεωρεί τις ιδέες της.
Ο στόχος του Ντιμόν, να παραβάλλει μέσα από την ηρωίδα του, την υπαρξιακή κρίση της Γαλλίας, μάλλον μένει στα μισά, μπορεί να δίνει μια εικόνα από την πραγματική κατάσταση που επικρατεί στα κανάλια και στα ψηφιακά ΜΜΕ, αλλά χάνει το μέτρο και το βάθος που απαιτείται όταν έρχεται η ώρα της ενδοσκόπησης, του δράματος, παραμένοντας στην επιφάνεια, στον εύκολο εντυπωσιασμό, αρκούμενος στα κλισέ του είδους. Η κυνική, αυτάρεσκη, με το υπέρμετρο «εγώ» της, Φρανς θα μεταβληθεί σε ένα τραγικό πρόσωπο, θα ξεχάσει τις αρχές με τις οποίες γαλουχήθηκε και έγινε πρώτο όνομα -«όλα κρατάνε 24 ώρες, σήμερα σε μισούν, αύριο θα σε λατρεύουν… έτσι είναι η τηλεόραση, το χειρότερο είναι το καλύτερο»- και θα μεταβληθεί σε μία ευαίσθητη, εύθραυστη γυναίκα, που καταλαβαίνει ότι είναι ένα απλό εργαλείο του συστήματος, βλέπει τη ματαιότητα της επίπλαστης επιτυχίας. Μια μεταβολή που δεν στέκεται, δεν πείθει, καθώς δεν βρισκόμαστε στις δεκαετίες του ’30 και του ’40 και βεβαίως δεν έχουμε να κάνουμε με μάστορες όπως ο Λιούμπιτς, ο Χοκς ή ο Κάπρα, αλλά με ένα σκηνοθέτη, που απλώς ακολουθεί το σενάριο, ακόμη και όταν μπάζει νερά.
Η Λέα Σεϊντού, ως Φρανς, μπορεί να μαγνητίζει την κάμερα με την αδιαμφισβήτητη σαγήνη της, αλλά όταν θα βρεθεί στα δύσκολα θα επιστρατεύσει τη μανιέρα των εύκολων εντυπώσεων.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η δημοφιλής τηλεπαρουσιάστρια ειδήσεων Φρανς ντε Μερ μοιράζει τη ζωή της μεταξύ τηλεοπτικού στούντιο, πολεμικών ανταποκρίσεων και της οικογένειας της. Όλα όμως αλλάζουν μετά από ένα τροχαίο, στο οποίο τραυματίζει έναν πεζό: ξαφνικά η ίδια η διάσημη τηλεπαρουσιάστρια γίνεται η είδηση της ημέρας και καλείται να βιώσει τις συνέπειες της αρνητικής δημοσιότητας.
Εκεί Που Ζούμε. Δραματική ταινία, ελληνικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Γκορίτσα, με τους Προμηθέα Αλειφερόπουλο, Στέλιο Μάινα, Μάκη Παπαδημητρίου, Χριστίνα Τσάφου, Μαρία Καλλιμάνη, Γεράσιμο Σκιαδαρέση, Ναταλία Τσαλίκη, Αργύρη Μπακιρτζή, Γιούλικα Σκαφιδά, Τάκη Σακελλαρίου κ.ά.
Ο Σωτήρης Γκορίτσας μας ξάφνιασε ευχάριστα το 1990 με τη μεσαίου μήκους ταινία του «Δέσποινα», όταν την είδαμε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Θα ακολουθήσουν τα αρκούντως ενδιαφέροντα «Απ’ το Χιόνι» και «Βαλκανιζατέρ», το οποίο στάθηκε και τεράστια εμπορική επιτυχία. Ο Γκορίτσας ανέδειξε την αντιφατικότητα του Έλληνα, το περίφημο «δαιμόνιο», όλα αυτά που τον κάνουν λατρευτό και εκείνα που τον σιχτιρίζεις, ενώ ήταν εμφανής και η προσπάθειά του να κατανοήσει τη φύση του.
Με τα χρόνια και ειδικά με την προηγούμενη ταινία του «Απ’ τα Κόκαλα Βγαλμένα», ο Γκορίτσας μετατοπίστηκε και ουσιαστικά από την προσπάθεια κατανόησης, έγινε περισσότερο επικριτικός, πιο ορθολογιστής, αλλά πάντα καλοπροαίρετος κι έχοντας αποδείξει ότι γνωρίζει καλά τα μυστικά τού κινηματογράφου και μπορεί να αφηγείται ιστορίες.
Από τότε έχουν περάσει 12 χρόνια και στην τελευταία του ταινία επιστρέφει, για να περιγράψει το κωμικοτραγικό 24ώρο ενός 35άρη δικηγόρου, που τρέχει και δεν φτάνει, προσπαθώντας να ξεμπλέξει το κουβάρι των υποχρεώσεών του: του εργαζόμενου, του εραστή, του φίλου, του γιου, ξεκινώντας έναν Μαραθώνιο σε ρυθμό σπριντ, για να περάσει από το Χαλκούτσι και την Αλίαρτο, για να καταλήξει και πάλι πίσω στην Αθήνα.
Βασισμένος στο ομώνυμο βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη, θα μιλήσει για τον διάλογο που πρέπει να ανοίξει μεταξύ των σημερινών 30άρηδων- 40άρηδων με την προηγούμενη γενιά, στην οποία εύκολα -και ελαφρά τη καρδία- μπορεί κάποιος να φορτώσει όλα τα δεινά που βιώνει η Ελλάδα, αδιαφορώντας για τις πραγματικές συνθήκες. Αυτή τη φορά, ο Γκορίτσας, πάντως, αν και συμπάσχει για τον ήρωά του, θα σταθεί με ευαισθησία απέναντι και στην προηγούμενη γενιά, μέσα από τον χαρακτήρα του πατέρα τού ήρωα.
Από κει και πέρα, η ταινία βλέπεται ευχάριστα, ρέει με ενδιαφέρον, οι σκηνές από το 24ωρο ενός νέου εργαζόμενου είναι αληθοφανείς, τα χιουμοριστικά στοιχεία δένουν με τα καθημερινά δράματα, ενώ ο πρωταγωνιστής Προμηθέας Αλειφερόπουλος και ο Στέλιος Μάινας, στον ρόλο του πατέρα, αποδίδουν με επάρκεια τους χαρακτήρες τους και την επιβεβλημένη τρυφερότητα που απαιτεί η σχέση τους.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Την ημέρα όπου το κέντρο της Αθήνας ζει άλλη μια συνηθισμένη αναστάτωση, ο νεαρός δικηγόρος Αντώνης Σπετσιώτης γιορτάζει τα γενέθλιά του. Μόνο που το εικοσιτετράωρο των γενεθλίων του θα εξελιχθεί εντελώς απρόσμενα -προσγειώνοντάς τον από τα δικαστήρια της Ευελπίδων σε λαμπερές καντίνες και σκοτεινά πάρκινγκ της Εθνικής οδού, από το τακτοποιημένο εργένικο σπίτι του στο Λυκαβηττό σε αγροικίες στο Χαλκούτσι και πολυτελείς βίλες στην Αλίαρτο- και θα τελειώσει απρόβλεπτα ξημερώματα στην Αθήνα.
Παγίδα (Huda’s Salon). Πολιτικό θρίλερ, παλαιστινιακής, αιγυπτιακής και ολλανδικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Χάνι Αμπού-Ασάντ, με τους Αλί Σουλιμάν, Μάισα Αμπντ Ελχάντι, Μανάλ Αγουάντ, Τζαλάλ Μασαργουά κ.ά.
Σκοτεινό κλειστοφοβικό πολιτικό θρίλερ από τον δυο φορές υποψήφιο για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, με τα φιλμ «Παράδεισος Τώρα» και «Ομάρ», Χάνι Αμπού-Ασάντ. Ακόμη ένα δράμα που αναδεικνύει το πρόβλημα να είσαι Παλαιστίνιος και να ζεις στη Δυτική Όχθη, μία πυκνοκατοικημένη περιοχή στην οποία ζουν πάνω από δύο εκατομμύρια άνθρωποι υπό καθεστώς κατοχής.
Ο Χάνι Αμπού-Ασάντ, δεν βάζει στο στόχαστρό του το Ισράηλ, αλλά επιμένει να εστιάζει στα δεινά ενός λαού μέσα από τις εμπειρίες του, τα βάσανά του, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στην καθημερινότητα. Εδώ, βασικό πρόσωπο είναι μία Παλαιστίνια που εκβιάζεται από μία συμπατριώτισσά της, για να αναγκαστεί να συνεργαστεί μαζί της καταδίδοντας Παλαιστίνιους στις μυστικές υπηρεσίες.
Η ταινία, που είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, είναι ένα σκοτεινό θρίλερ, γυρισμένο σε κλειστούς χώρους, δημιουργώντας μια ένταση και μία αίσθηση ασφυξίας. Όσο προχωρά η ταινία τόσο διαπιστώνει ο θεατής ότι μπορεί το Παλαιστινιακό να είναι μία δύσκολη δυσεπίλυτη υπόθεση, αλλά το δράμα των δυο γυναικών θα είχε αποφευχθεί αν μακροχρόνιες νοοτροπίες και στερεότυπα είχαν εξαλειφθεί. Χωρίς να παριστάνει τον γνώστη όλων των λύσεων, ο Αμπού-Ασάντ βουτάει μέσα στα στερεότυπα και ιδίως στο πρόβλημα της πατριαρχίας, το οποίο αντιμετωπίζει κατά μέτωπο, κριτικάροντάς το με χειροπιαστά επιχειρήματα. Και αυτό το κάνει αποτελεσματικά, εν αντιθέσει με αυτούς που προτιμούν μία ανέξοδη καταγγελτική ρητορεία.
Στην ταινία, που έκανε πρεμιέρα στο φετινό φεστιβάλ του Τορόντο, πρωταγωνιστούν με θαυμαστή φυσικότητα οι Μάισα Αμπντ Ελχάντι και Μανάλ Αγουάντ, ενώ δίπλα τους στέκεται εξαιρετικά ο γνωστός μας Αλί Σουλιμάν.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Βηθλεέμ, Παλαιστίνη. Η Ριμ, μια νεαρή μητέρα παντρεμένη με έναν καταπιεστικό, ζηλιάρη άντρα, πηγαίνει στο κομμωτήριο της Ούντα για το καθιερωμένο ραντεβού και συζήτηση με τη φίλη της για τα προβλήματα της καθημερινότητας. Όμως, η συνηθισμένη αυτή συνάντηση παίρνει αναπάντεχη τροπή, όταν η Ούντα τη ναρκώνει και ενορχηστρώνει μια στημένη φωτογράφιση που εκθέτει την τιμή της Ριμ. Ο λόγος; Η Ούντα είναι πληροφοριοδότης των μυστικών υπηρεσιών κατοχής -και αν η Ριμ δεν θέλει να κυκλοφορήσουν οι επίμαχες φωτογραφίες, πρέπει να γίνει κι αυτή.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Το Φως του Διαβόλου (Prey for the Devil). Σχετικά καλοφτιαγμένη ταινία τρόμου (αμερικανικής παραγωγής 2022) και σίγουρα όχι κάτω από το μέσο όρο των ταινιών του είδους, όπου ο εξορκιστής είναι… γυναίκα. Η καθολική εκκλησία αποφασίζει να ξανανοίξει τη σχολή εξορκισμού, καθώς τα κρούσματα με δαιμονισμένους ανθρώπους αυξάνονται ανησυχητικά. Μια καλόγρια, που έχει τραυματική εμπειρία με τη δαιμονισμένη μάνα της, παρότι δεν επιτρέπεται, θα μπει στη σχολή και θα προσπαθήσει να σώσει ένα κορίτσι, συνειδητοποιώντας ότι μέσα της δεν κρύβεται ένας δαίμονας, αλλά ο ίδιος ο διάβολος. Ψυχολογικός τρόμος, που θα προκαλέσει ανατριχίλες, αλλά και γνώριμες συνταγές, από ένα σημείο και μετά. Σκηνοθετεί ο Ντάνιελ Σταμ και πρωταγωνιστούν οι Ζακλίν Μπάιερς, Κόλιν Σάλμον, Κρίστιαν Ναβάρο και Βιρτζίνια Μάντσεν.
Καρό Νίντζα: Επικίνδυνη Αποστολή (Checkered Ninja 2). Παιδική και προεφηβική ταινία κινουμένων σχεδίων από τη Δανία και σε σκηνοθεσία των Άντερς Μάθεσεν και Θόρμπιορν Κριστόφερσεν. Σε τούτο δω το δεύτερο περιπετειώδες animation από την ίδια ομάδα παραγωγής, ο Καρό Νίντζα και ο φίλος του Άλεξ θα ταξιδέψουν στην Ταϊλάνδη για να αποδώσουν δικαιοσύνη και να συλλάβουν έναν κακοποιό, σε μία αποστολή που θα δοκιμάσει τη φιλία τους. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.
Καλημέρα Γλυκιά Πατρίδα (Hello, my Beautiful Homeland). Δραματική βιογραφική τουρκική ταινία, που γύρισε πριν τρία χρόνια ο Τσενγκίζ Οτσκαραμπεγκίρ, εμπνευσμένη από τις ζωές των διάσημων συγγραφέων Ναζίμ Χικμέτ και Αχμέτ Ουμίτ. Το σενάριο είναι του Ουμίτ, ο οποίος είχε κοινή πορεία με τον Χικμέτ, στη λογοτεχνία, στη ζωή, στους κοινωνικούς αγώνες. Το φιλμ θυμίζει δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, έχει τηλεοπτική αισθητική αλλά και το δικό του ενδιαφέρον για δυο σημαντικές προσωπικότητες, που έδωσαν τον δικό τους αγώνα όχι μόνο για τον πολιτισμό, αλλά και για τη δημοκρατία, την ελευθερία, σε εποχές που στην Τουρκία τα πραξικοπήματα και οι κυβερνήσεις που ελέγχονταν από τον στρατό, ήταν κάτι το συνηθισμένο.