Η Κριστίν Λαγκάρντ δεν έδωσε καμία ένδειξη την Πέμπτη, μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ για το πόσο γρήγορη θα είναι η μείωση των επιτοκίων ενώ δήλωσε ότι «είναι προφανές ότι η πορεία των επιτοκίων είναι πτωτική».
Η ΕΚΤ μείωσε για δεύτερη φορά τα επιτόκια στον νέο κύκλο χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής που ξεκίνησε τον Ιούνιο, με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων, το οποίο είναι και το βασικό μέσο που χρησιμοποιεί, να υποχωρεί στο 3,5% από 3,75%, όπως αναμενόταν ευρύτερα.
Με τη Λαγκάρντ να μη δίνει καμία ένδειξη για την επόμενη συνεδρίαση στις 17 Οκτωβρίου, το ενδεχόμενο να υπάρξει και νέα μείωση τον επόμενο μήνα είναι λίγο πιθανό. Αυτό θεωρούν και οι αγορές, οι οποίες βλέπουν πιθανότητα 20% για μία νέα κίνηση τότε από 40% που έβλεπαν πριν τη συνεδρίαση της ΕΚΤ.
Τον Δεκέμβριο η τρίτη μείωση
Εκτιμούν, όμως, οι αγορές ως σχεδόν βέβαιο ότι τον Δεκέμβριο θα γίνει η τρίτη μείωση στα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης, ενώ γενικότερα εκφράζεται από αναλυτές η άποψη ότι το Δ.Σ. της κεντρικής τράπεζας θα προχωρά κάθε τρίμηνο σε μείωση των επιτοκίων, αφού έχει λάβει τις αναθεωρημένες προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό, την ανάπτυξη και γενικότερα την πορεία της οικονομίας της Ευρωζώνης.
Οι προβλέψεις αυτές γίνονται κάθε Μάρτιο, Ιούνιο, Σεπτέμβριο και Δεκέμβριο, ενσωματώνοντας ένα πλήθος στοιχείων κατά τα ενδιάμεσα διαστήματα και δίνοντας έτσι μία μεγαλύτερη ασφάλεια στα 26 μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της για την ορθότητα των αποφάσεων τους.
Αν, όμως, υπάρξει μία σημαντική αλλαγή σε σχέση με τις προβλέψεις μεταξύ δύο διαδοχικών συνεδριάσεων – στην κατεύθυνση μίας σημαντικής υποχώρησης του πληθωρισμού ή της ανάπτυξης – αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε μειώσεις των επιτοκίων σε συνεχόμενες συνεδριάσεις. Αυτό υποστηρίζουν κάποιοι αναλυτές ότι πιθανόν να συμβεί το 2025, αν, όπως εκτιμούν, η ευρωπαϊκή οικονομία συνεχίσει να κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Η ΕΚΤ συνεδριάζει συνολικά οκτώ φορές μέσα σε ένα χρόνο, με τα στοιχεία που ανακοινώνονται σε δύο συνεχόμενες συνεδριάσεις να είναι σχετικά λίγα. Για παράδειγμα, έως την επόμενη συνεδρίαση του Οκτωβρίου θα υπάρχουν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό του Σεπτεμβρίου και ο δείκτης οικονομικής δραστηριότητας για τον ίδιο μήνα με βάση τις έρευνες μεταξύ των υπεύθυνων αγορών προμηθειών (PMI).
Δεν βιάζεται η ΕΚΤ με τις μειώσεις των επιτοκίων
Σημειωτέον ότι οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ προβλέπουν μείωση του γενικού πληθωρισμού τον Σεπτέμβριο από το επίπεδο του 2,2% που είχε υποχωρήσει τον Αύγουστο, αλλά μία αύξηση στη συνέχεια έως το τέλος του έτους λόγω του ότι οι τιμές της ενέργειας δεν θα συγκρίνονται με τα υψηλά επίπεδα που είχαν έως τις αρχές φθινοπώρου του 2023. Συνεπώς, θα πρέπει να υπάρξει κάποια ιδιαίτερη μείωση στον πληθωρισμό ή/και σημαντική πτώση στην οικονομική δραστηριότητα για να υπάρξει νέα μείωση επιτοκίων των Οκτώβριο.
Ενας επιπλέον λόγος που εξηγεί γιατί δεν βιάζεται η ΕΚΤ με τις μειώσεις των επιτοκίων είναι η πορεία του δομικού πληθωρισμού και κυρίως του εγχώριου πληθωρισμού. Το επίπεδο του τελευταίου είναι διπλάσιο σε σχέση με του γενικού πληθωρισμού και η μείωση τον Αύγουστο στο 4,4% από 4,5% τον Ιούλιο, είναι ανεπαρκής, όπως είπε η Κριστίν Λαγκάρντ.
Με τις προβλέψεις του Σεπτεμβρίου, εξ άλλου, υπάρχει μία μικρή ανοδική αναθεώρηση του δομικού πληθωρισμού κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες για το 2024 και το 2025 σε σχέση με τις προβλέψεις του Ιουνίου, ενώ οι προβλέψεις για τον γενικό πληθωρισμό έμειναν ίδιες και σύμφωνα με αυτές θα κινείται στο 2% πριν από το τέλος του 2025.
Μικρή αναθεώρηση, αλλά πτωτική, υπάρχει στις προβλέψεις για το ΑΕΠ, το οποίο αναμένεται τώρα να αυξηθεί 0,8% φέτος και 1,3% το 2025 έναντι 0,9% και 1,4%, αντίστοιχα, με τις προβλέψεις του Ιουνίου.
Η μείωση των επιτοκίων θα επηρεάσει όλα τα δάνεια που έχουν οι Έλληνες με κυμαινόμενο επιτόκιο και ρήτρα Euribor μηνός ή τριμήνου, καθώς τα τελευταία διαμορφώνονται κάτω από το 3,5%. Εξαίρεση αποτελούν τα στεγαστικά δάνεια που δεν ήταν «κόκκινα» και είχαν συναφθεί έως το τέλος του 2022, καθώς για αυτά το επιτόκιο Euribor έχει παγώσει από τις τράπεζες από το 2023 κάτω από το 3% και επομένως θα πρέπει να γίνουν και άλλες μειώσεις από την ΕΚΤ, ώστε να δουν τη δόση τους να μειώνεται.